наиманиѥ — НАИМАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Наем, аренда: тако же и всѣмъ цр҃квамъ дрѹзѣи къ дрѹзѣи. власть даѥмъ наимани˫а и саженi˫а. творити межю собою (μισϑώσεις) КР 1284, 230б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
наимованиѥ — НАИМОВАНИ|Ѥ (4*), ˫А с. 1. Сдача чего л. в аренду: о еп(с)пихъ и ѡ прозвитерѣхъ. мирьскы˫а i людьскы˫а вещи творѧща. или наiмовань˫а i прѣкупань˫а. или приставлень˫а. надъ чюжимь добыткомь. КР 1284, 25а; || заем: Наимовани˫а написана˫а i… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενοικιοστάσιο — Αναγκαστική παράταση της μίσθωσης ακινήτων, με καθορισμό του μισθώματος από το κράτος. * * * το νόμος που καθορίζει τα σχετικά με τις μισθώσεις αστικών κτημάτων ζητήματα και που μπορεί να επιβάλει αναγκαστική για τον εκμισθωτή παράταση τής… … Dictionary of Greek
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
αγρόπολη ή αγρούπολη — Θεσμός που αναπτύχθηκε κυρίως μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν εμφανίστηκε στις χώρες που αναμείχθηκαν στον πόλεμο οξύ το πρόβλημα της στέγης. Δημιουργήθηκαν τότε μεγάλοι αγροτικοί οικισμοί, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, που αποτελούσαν… … Dictionary of Greek